< ἐνέχω
ἐνεψητέον >
ἐνέψημα
,
-ματος, τό
ingrediente de cocción
κόνυζα δὲ ἔστω καὶ λιβανωτὶς τὰ ἐνεψήματα
Aret.
CA
1.1.17.