< ἐναλλαγή
ἐναλλάκτης >
ἐνάλλαγμα
,
-ματος, τό
1
perversidad
plu.
acciones perversas
Aq.
Is
.66.4.
2
cambio
δυνάμεως λόγου ἐ.
Hippol.M.10.720A.