ἐντίμιος, -ον


honorable, distinguido ἀνὴρ τῶν παρ' ἡμεῖν ἐντειμιωτάτων ἔν τε ἀρχαῖς καὶ λιτουργίαις IG 12(7).410.8 (Egíale, imper.), cf. ἔντιμος.