< ἐντιμάομαι
ἐντίμιος >
ἐντιμία
,
-ας, ἡ
prob.
muestra de estima
o
aprecio
ἅπερ οὐ τὴν τυχοῦσαν τῇ πόλει παρέσχηκεν ἐντιμίαν
IMetropolis
1B.26 (II a.C.).