< ἐντάξιμος
ἔνταξις >
ἐντάξιος
,
-ον
adecuado
,
apropiado
γέρας ἐντάξιον τῆς οὕτω θεοφιλοῦς ... γνώμης
Cyr.Al. en
Cat.Ep.Rom
.4.2 (p.27.22).