ἐντρεπτικός, -ή, -όν
I
οὐδὲν ἐντρεπτικώτερον τῆς λέξεωςChrys.M.62.278,
ἐντρεπτικὸν δὲ καὶ τὸ «ἐγώ»Herm.in Phdr.72, ref. a la expr. «ὄπισθε μένων» en vez de «ὄπισθεν μένοντος» Eust.754.42, cf. 571.26.
2 que avergüenza, que hace avergonzarse
λόγοιAel.NA 3.1,
ὁ Χριστὸς ... πολλὰ ἐντρεπτικὰ λέγειChrys.M.59.253, cf. 62.429.
3 que censura, que reprende
τρόποςChrys.M.59.391,
ῥῆμαChrys.M.62.710
•neutr. subst. τὸ ἐ. vergüenza, pudor Arr.Epict.1.5.3, 9, Eust.626.39.
3 ret. refutatorio
λόγος op. ἀποδεικτικόςOlymp.in Grg.9.3,
ἔλεγχοςSch.Pl.Grg.458e.
II adv. -ῶς con reproche o reprobación
τοῦτο οὖν ἐ. λέγει πρὸς τὸν ἸώβOlymp.Iob 137.9, cf. Chrys.M.59.455,
ἀκούεινDidym.Gen.91.4, cf. 123.23, Thdt.Is.12.197.