< ἔντι
ἐντίθημι >
ἐντιθασσεύω
apaciguar
,
amansar
,
dulcificar
en v. pas.
πατρῴοις ἐντιθασσεύεσθαι νόμοις
Cyr.Al.
Ep.Fest
.9.3.62.