ἐνταφιοπώλης, -ου, ὁ


empresario de pompas fúnebres θάνατος τοῖς μὲν ἀποθανοῦσι κακόν, τοῖς δ' ἐνταφιοπώλαις ... ἀγαθόν Dialex.1.3, cf. Artem.4.56, Gloss.2.300.