ἐνσφρᾱγίζω
• Alolema(s): poét. ἐνσφρηγίζω AP 5.274 (Paul.Sil.)
• Morfología: [aor. 3a sg. ἐνεσφρήγισσεν AP l.c.]
1 grabar en, marcar en en v. pas.
ᾧ (τῷ χρυσῷ πετάλῳ) ... γλυφαὶ γραμμάτων ἐνεσφραγίσθησανPh.2.155
•fig., c. suj. abstr. marcar como con un sello, dejar una impronta en, grabar en
ὃ (τὸ τῆς ... ἡδονῆς σπέρμα) ... ἀρχιμαγείρων συνδιαιτήσεις ἐνεσφράγισανPh.1.661, cf. Hippol.Haer.9.15.2, Cyr.H.Catech.13.8,
τὴν ... ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως ... εἰκόνα μορφῆς ... βένθει σῆς κραδίηςAP l.c., en v. pas.
μοι τὰ τῶν λόγων ἴχνη ταῖς ἀκοαῖς ἐνεσφράγισταιLuc.Am.5, cf. 14,
ἐστὶν ἕν τι οἷον ἐνσφραγιζόμενον ἐν πολλοῖςPlot.6.5.6, cf. Ph.1.370, Them.in de An.91.40
•en v. med. mismo sent.
ἄχρις ἂν ἕκαστον ... ἐνσφραγίσηται τῇ ψυχῇ ... τὸν τύπονPh.2.353, cf. 384,
ᾧ (τῷ λογισμῷ) τὴν ... ὁμοιότητα ... ὁ κύριος ἐνσφραγίζεταιClem.Al.Strom.2.19.102, cf. Dion.Alex. en Eus.PE 7.19.7, Cat.Eu.Luc.10.30 (p.89.12).
2 guardar bajo sello en v. pas.
τῆς κλεῖδος τῆς οἰκίας μενούσης παρὰ τῷ Ἀμμωνίῳ [ἐνεσ]φραγ[ι]σμένηςStud.Pal.20.4.38 (II d.C.).