< ἐνσφρᾱγίζω
ἐνσχάζομαι >
ἐνσφράγισις
,
-εως, ἡ
impronta
οὐδ' ὥσπερ αἱ ἐνσφραγίσεις οὐδ' ἀντερείσεις ἢ τυπώσεις
Plot.4.3.26, cf. 6.1.