ἐνστήκω
1 medic. quedarse detenido, obstruir
ἢν ... ἐνστήκῃ λίθοςAret.CA 2.8.5.
2 en v. med. mantener, ocupar una posición
ἐνστήξεται ἡ σελήνη τὴν ἐναντίαν ... τῷ ἡλίῳ στάσινAristobul.Alex.3.18.
ἢν ... ἐνστήκῃ λίθοςAret.CA 2.8.5.
ἐνστήξεται ἡ σελήνη τὴν ἐναντίαν ... τῷ ἡλίῳ στάσινAristobul.Alex.3.18.