< †ἐνστεφανόω
ἐνστήκω >
ἐνστηθίζω
poner en el corazón
, e.e.
aprender de memoria
οὓς (ὅρους) δεῖ πρὸ παντὸς ἑτέρου μαθήματος ... ἐνστηθίζειν
Ath.Al.M.28.533A.