< ἐνσηκάζομαι
ἐνσημαίνω >
ἐνσηκίζω
apriscar
,
encorralar en
fig., en v. pas.
ταῖς θείαις αὐλαῖς τῆς Ἐκκλησίας ἐνσεσηκισμένοι
Cyr.Al.M.77.1237D.