ἐνράσσω
• Alolema(s): ἐνρήσσω Apollod.Poliorc.141.2
1 tr. estrellar
κριοὶ ἐπὶ τὸν βωμὸν ... τὰ κέρατα ἐνράξαντεςPaus.4.13.1,
οἱ τιμωροὶ ἄγγελοι ... τὰ τέκνα αὐτῶν ἐνράξουσινEus.Is.13.16.
2 intr. chocar con c. dat.
συμβήσεται ... τῷ ἐμβόλῳ ἐνρήσσοντα ἐφ' ἑκάτερα ἄγεσθαιApollod.l.c.,
ἐνράσσει ταῖς πύλαιςde Sansón, I.AI 5.305.