< ἐνοχλητέον
ἐνοχοποιέω >
ἐνοχλίζω
molestar
,
causar molestias
o
trastornos a
en v. pas.
προνοῶν μήτε ὑμᾶς παρὰ τὰ δεδογμένα ἐνοχλί[ζεσθαι
dud. en
IPE
1
2
.404.33 (II/III d.C.).