< ἔνορκος
ἐνορμάω >
ἐνορκόω
tomar juramento
,
someter a juramento
πάντας ὑμᾶς ἐνορκώσας ... μὴ ἀποπλεῦσαι ἐξ Ἰλίου
Io.Mal.
Chron
.5.113, cf.
A.Pass.Andr
.14 (ap. crít.).