< ἐνόπτρισις
ἔνοπτρον >
ἐνοπτρισμός
,
-ου, ὁ
reflejo
de una imagen en la mente
ἀναζωγραφεῖ ἐν τῇ διανοίᾳ ... ἐνοπτρισμοὺς κινημάτων
Ephr.Syr.1.17A.