< ἐνοδέομαι
ἐνόδιος >
ἐνοδιάζω
• Grafía:
graf. ἐνοδιάζζ-
pagar
,
ingresar
sumas de dinero, en v. pas.
τὸ ὀφῖλο[ν (
sic
) τ]ο[ύ]τοι[ς] ἐνοδιάζζεσθαι ἀργύριον
Lindos
419.70 (I d.C.).