ἐνηδύνω
1 tr. en v. act. deleitar
ἡ μελῳδία τῶν ὀρνέων τὰς ἀκοάς ἐνηδύνουσαLuc.Philopatr.3.
2 intr. en v. med. deleitarse y en mal sent. refocilarse, regodearse
ψυχὴ ἐνηδυνομένη σαρκικαῖς ἡδοναῖςMac.Aeg.Serm.B 3.4.4, cf. Olymp.Iob 360.15,
τοῖς τῆς κακίας θελήμασινMac.Aeg.Serm.B 33.3.1,
λογισμῷ θέλγοντιEphr.Syr.1.15F.