< ἐνζωγραφέω
ἐνζώννυμι >
ἐνζώγραφος
,
-ον
pintado
ἔχουσι δὲ εἰκόνας ἐνζωγράφους διὰ χρωμάτων
tienen retratos en colores
de Cristo
, Epiph.Const.
Haer
.27.6.9.