ἐνζωγραφέω


1 pintar Πολύγνωτος ... ἐν τῇ ποικίλῃ τῇ στοᾷ ἵππον ἐνζωγραφήσας Tz.H.12.555, fig. αἱ ... τῆς ... θείας ἀρετῆς ἀκτῖνες ... τῷ ἡμετέρῳ κατόπτρῳ ἐνζωγραφοῦσαι τὸν ἥλιον Gr.Nyss.Hom.in Cant.90.16, en v. pas. ἡ ἱερὰ ... τοῦ θεοῦ εἰκὼν ... εἰς τὴν ... πιστὴν καρδίαν Mac.Aeg.Serm.B 23.1.12
fact. hacer pintar, mandar pintar ἐν τοῖς ... οἴκοις ... τὰς εἰκόνας αὐτῶν ἐνζωγραφοῦσιν Mac.Aeg.Serm.B 26.1.5.

2 representar escenas en tejidos, en v. pas. πόλεμοι καὶ θῆρες ... τοῖς χιτῶσι ... παρὰ τῶν ὑφαινόντων ἐνζωγραφοῦνται Gr.Nyss.Mort.59.14.