ἐνείλημα, -ματος, τό
1 envoltura, embalaje gener. de tela
ἀποκαλύψαντες τῶν ἐνειλημάτων (τὰ βιβλία)I.AI 12.90
•funda, cobertor Hsch.s.u. ἔλυτρα, EM 333.40G.,
στρωματόδεσμοι <δὲ> καὶ ἐνειλήματαArtem.1.74,
τῶν στρωμάτωνPLugd.Bat.20.76A.9 (III a.C.), cf. PZen.Col.4.10 (III a.C.),
τῶν κουσουλίωνPHeid.333.7 (V d.C.).
2 plu. bandas
ἐνειλήματα ποδῶνpara envolver los pies en lugar de calzas, Phot.s.u. ποδεῖα.
3 rollo, rodete, moño
τὸ ἐ. τῆς κεφαλῆςEM 310.52G.