ἐνειλέω
A tr.
I
ἔνδεσμον ... ἐνειλήσας ὀθονίῳDsc.5.72.3, cf. Eup.2.88.1, Archig. en Aët.9.6,
ἐν αὐτῷ ῥάκει τὸ ζῴδιονPMag.2.51,
ἐνειλεῖ τῷ Ἀμμωνίῳ ... τὸ ὠμοφόριον ἐν τῷ τραχήλῳenrolla a Amonio su palio (o insignia episcopal) al cuello como amenaza de estrangulación, Pall.V.Chrys.6.128,
περιστερᾶς κόπρον εἰς ὀθόνιον ἐνειλήσαςPaul.Aeg.4.11.2,
εἰς τὰ φυκία ... χρὴ ἓν καθ' ἕκαστον ἐνειλεῖνref. a manzanas Gp.10.21.1, en v. pas.
ὅταν τὸ πνεῦμα ... ἐνειλούμενον δὲ ἐν αὐτῇ κόπτηταιcuando es zarandeado el viento encerrado en ella (la tierra), Arist.Mu.396a14, cf. Them.in de An.63.18,
ἡ ῥομφαία ... ἐνειλημένη ἐν ἱματίῳLXX 1Re.21.10,
ἐν δὲ ταρσοῖς ... δοράτια καὶ ἀκόντια ἐνειλημέναAen.Tact.29.6, cf. 31.7,
ἀπόπατος βοὸς ... ἐνειλεῖται δὲ φύλλοιςDsc.2.80.1, cf. Paul.Aeg.3.26.7,
ὀστέα κοπτόμενα ... καὶ εἰς τὰς δορὰς ἐνειλούμεναStr.16.4.17,
τὰς (φωνὰς) ... οἷον κατακλειομένας ἢ ἐνειλουμένας ἐμφαίνωνref. a la voz que no puede salir, Gal.17(1).681,
αἱ τρίχες αἱ ἐνειλημέναιSEG 35.227.11 (Atenas III d.C.),
τῇ λεπτοτάτῃ κόνει ἐνειληθεῖσαhabiéndose envuelto con finísimo polvo la golondrina para hacer su nido de barro tras mojar sus alas, Basil.Hex.8.5
•de recién nacidos envolver, fajar
τοὺς γενομένους ... σπαργάνοιςD.Chr.23.3,
βρέφος ... ἐνειληθῆναι τῇ λεοντῇ τοῦ ἥρωοςPhilostr.Her.49.25, c. ac. de rel.
(βρέφη) ἐνειλημένα τὰς χεῖραςArtem.1.13, de cadáveres
οἱ ἀποθανόντες ἐσχισμένοις ἐνειλοῦνται ῥάκεσινArtem.1.13, c. gen. (por atracción)
ἀντὶ δὲ σινδόνης ἧς ἐνειλήθηςdel cuerpo de Cristo A.Thom.A 158.
2 c. suj. y ac. de pers. rodear, acorralar en v. pas.
Κῦρον δὲ τοῖς πολεμίοις ἐνειλούμενονCtes.20,
διελαυνόμενος ὥσπερ θηρίον ἐνειλεῖτο ταῖς πάντων χερσίνref. César asesinado, Plu.Caes.66.
3 fig., gener. c. un sent. neg. involucrar, implicar, enredar
ἐνίων μὲν αὑτοὺς ἐνειληκότων οἰκονομ[ίαις] καὶ τοπαρχίαιςPTeb.24.62 (II a.C.), frec. en part. pas.
Ἰουδαίους ὥσπερ ἄρκυσιν ἐνειλημένουςI.BI 6.160,
ὁ δ' ἅπαξ ἐνειληθεὶς μένει χρεώστης διὰ παντόςPlu.2.830e,
τὸ μὲν δουλικὸν πλῆθος ἐνειλούμενον ὑπόπτως τοῖς ὅπλοιςPlu.Brut.45, cf. Synes.Ep.105 (p.186)
•en v. med. mismo sent.
Κῆρες ... μ' ἐνειλήσαντο κακοῖσιQ.S.14.294, fig.
τῶν ἤθων τὸ κάλλος, μὴ ἐνειλούμενον ἀπειροκάλοις φλυαρίαιςClem.Al.Paed.2.10.113.
II usos téc.
1 cirug. entrecruzar
ἐνειλοῦντες αὐτά (τὰ δύο ἄγκιστρα)formando una pinza para la extirpación de varices, Orib.45.18.20.
2 mec. atornillar, ensamblar en v. pas.
πρὸς δὲ τῷ Η ἄκρῳ τοῦ κανονίου τύλος ἐνειλείσθωHero Aut.10.2,
ἐν δὲ τῷ τοίχῳ τοῦ πλινθίου ... ἐνειλείσθωσαν δύο γόμφοιHero ib.
B intr. en v. med.
1 ir dando vueltas, hacer circunvoluciones
ἔντερον ... ἑλικηδὸν ἐν κόλποις ἐνειλούμενονHp.Anat.1.
2 en la palestra girarse, darse la vuelta
ἐγχωρεῖ δὲ καὶ ὀρθοὺς ἐνειλουμένους ... ὀξὺ γυμνάσασθαι γυμνάσιονGal.6.145.
3 fig. enzarzarse, enredarse en una pelea, forcejear
ἐνειλούμενος μοιPRyl.144.18 (I d.C.).