< ἐνευρύνομαι
ἐνευστοχέω >
ἐνευστομέω
cantar dulcemente
de los pájaros
τοὺς μουσικοὺς ... οἷς ἐνευστομεῖν τοῖς ἄλσεσιν ἔθος
Philostr.Iun.
Im
.6.1.