ἐνευρύνομαι


1 extenderse ἡ νόσος Nil.M.79.1109C, ἀνάλαμψιν, ἣ ταῖς κορυφαῖς τῶν ὀρέων ... ἐνευρύνεται Cyr.Al.M.71.357A.

2 fig. florecer, prosperar ταῖς παρὰ Θεοῦ φιλοτιμίαις Cyr.Al.M.68.156B.