< ἐνεπιτίθομαι
ἐνέπω >
ἐνεπιτρέπω
imponer un impuesto sobre
en v. pas.
τὴν συντέλειαν] ... ἐνεπιτετραμμένην μοι ἀδίκως
PLond
.1677.15 (VI d.C.).