ἐνδημιουργέω


crear, fabricar, inventar ἐν ... τῇ ψυχῇ ... ἐνδημιουργοῦσι σωμάτων διαφοράς καὶ ἰδέας (los estoicos) fabrican en el alma variedades y formas corporales Plu.2.1084a, cf. 17b
gener. producir, crear ἐν τοῖς σώμασι τὰ χοιραδώδη ... φύματα θερμότητές τινες ... ἐνδημιουργοῦσιν Plu.2.664f, ὅσα κάλλιστα τυγχάνει τῷ σωματικῷ τῆς ψυχῆς ὀργάνῳ ἐνεδημιούργησεν (ὁ θεός) Io.Caes.5.2.410, en v. pas. τὸ ζῷον Plu.2.636c.