< ἐνδεικτικός
ἔνδειλος >
ἐνδεικτός
,
-όν
sujeto a denuncia
de pers.
ὑπόδικος ἔστω καὶ ἐ. ποτὶ δραχμὰς ἑκατόν αὐτᾷ
IG
5(2).266.44 (Mantinea I a.C.).