< ἐνδείκτης
ἐνδεικτικός >
ἐνδεικτιάω
hacer ostentación de
c. part. pred. del suj.
διατί ἐνδεικτιᾷς ... τὴν ὕπαρξιν σκορπίζων;
Nil.M.79.208C, cf.
H.Mon
.8.59.