ἐναπόκρυφος, -ον


1 oculto, secreto θεὲ ἐναπόκρυφε τῆς τῶν ἐν Ἰνδίᾳ οἰκητόρων A.Thom.A 123.

2 apócrifo βιβλία Epiph.Const.Haer.8.6.5.