< ἐναποκρύπτω
ἐναποκυβέω >
ἐναπόκρυφος
,
-ον
1
oculto
,
secreto
θεὲ ἐναπόκρυφε τῆς τῶν ἐν Ἰνδίᾳ οἰκητόρων
A.Thom.A
123.
2
apócrifo
βιβλία
Epiph.Const.
Haer
.8.6.5.