ἐναποκρύπτω


1 tr. ocultar en c. dat. τοῖς μὲν κόλποις τῶν πτωχῶν ἐναποκρύπτων αὐτά Basil.M.31.632A, c. giro prep. (ταῦτα) ἐν τοῖς ταμείοις καὶ τοῖς θαλάμοις ἐναποκρύπτει Chrys.M.55.679, cf. Iul.Or.1.38c, en v. pas. τῷ δασεῖ τῶν δένδρων ἐναποκεκρυμμένον la tumba de Ciro, Str.15.3.7, cf. Lib.Decl.16.53.

2 intr., en v. med.-pas. ocultarse en c. dat. Τήλεφος ... ἵνα ὑγιείας τύχῃ, τούτῳ τῷ σχήματι τοῦ βίου ἐναποκρύψατο Diog.Ep.34.3, cf. Sch.Pi.N.4.64e, Sch.Luc.Cat.14.