< ἐναπερεύγω
ἐναπεσφραγισμένως >
ἐναπέρχομαι
partir
,
ir a
c. dat.
ὅς (χρυσός) ... ταῖς τῶν τοιχωρύχων χερσὶν ἐναπέρχεται
Thdt.M.83.660D, cf.
A.Thom.B
46.