< ἐναπέρεισμα
ἐναπέρχομαι >
ἐναπερεύγω
vomitar
fig.
τὸ πάθος
Ph.2.202, c. dat.
μὴ ὡς αἰχμαλώτῳ ... ἐναπερύγῃς τὸ πάθος
Ph.2.393.