< ἐνᾰποτόμως
ἐναποτυπόω >
ἐναποτρίβω
extraer raspando
c. gen.
πολύχρηστον ... τὸ φάρμακον, εἰ καὶ τῶν στυπτυκῶν χυλῶν ἐναποτρίβοις
Orib.
Eup
.2.1.
μ
.25.