< ἐναποσφράγισμα
ἐναποτάσσω >
ἐναποταμιεύω
guardar
,
preservar
,
almacenar
c. dat.
τὰ δ' ἐμὰ παραγγέλματα τῇ σῇ ψυχῇ ἐναποταμίευσον
Procop.Gaz.M.87.1280B.