< ἐναποσφραγίζω
ἐναποταμιεύω >
ἐναποσφράγισμα
,
-ματος, τό
impresión
ὁ ... λόγος ... οἷον ἐναποσφραγίσματα τῶν «πνευματικῶν» δυνάμεων
Clem.Al.
Strom
.2.20.110.