ἐναποπλύνω
1 disolver en
οἱ ἐναποπλύνοντες ἐν τῷ ὑγρῷ τὰ χρώματαArist.Sens.441b15, en v. pas.
τῷ ὕδατιAlex.Aphr.in Sens.88.14, 75.21, cf. de An.53.12, fig.
τῶν ... λόγων ἐναποπλυνθέντων ὕδατιCyr.Al.M.68.913A.
2 lavar
γυνὴ ... μεμιασμένην ἐναποπλύνασα ἐσθῆταPaus.3.25.8.