< ἐναποξύομαι
ἐναποπήγνυμι >
ἐναποπατέω
evacuar en
,
hacer de vientre en
(θώραξ) ἐναποπατεῖν ... ἐπιτήδειος
Ar.
Pax
1228, cf. Polyzel.4.2 (cj. en ap. crít.).