ἐναπομαραίνομαι
1 deshacerse, disolverse en c. dat.
τὸ (πήγανον) δ' ἐναπομαραίνεται τῷ ἐλαίῳOrib.8.27.4.
2 pudrirse, estropearse en c. dat.
ἀώρους τοὺς καρποὺς ἐναπομαρανθῆναι τοῖς φυτοῖςLyd.Ost.23.
τὸ (πήγανον) δ' ἐναπομαραίνεται τῷ ἐλαίῳOrib.8.27.4.
ἀώρους τοὺς καρποὺς ἐναπομαρανθῆναι τοῖς φυτοῖςLyd.Ost.23.