ἐναποκλίνω
1 reclinarse, acostarse en c. ac. del refl. y dat.
ἑαυτὸν τῇ στιβάδιPhilostr.Iun.Im.3.4.
2 fig. caer, sumirse
εἰς κώμους καὶ μέθας ἐναποκλίναςPhilost.HE 3.22a-26a.
ἑαυτὸν τῇ στιβάδιPhilostr.Iun.Im.3.4.
εἰς κώμους καὶ μέθας ἐναποκλίναςPhilost.HE 3.22a-26a.