ἐναποκλείω
I cerrar completamente c. ac.
ἡνίκα δὲ ἐθεάσατο ἤδη μέλλοντας ἐναποκλείειν τὸ περιτείχισμαcuando vio que (los enemigos) iban a completar totalmente la circunvalación Polyaen.Exc.47.1,
ποίαν πύλην τῇ θαλάσσῃ περιθεὶς ἐναπέκλεισα αὐτὴν γενομένην;Iul.Ar.262.12.
II
τὸ ... ἄκρον τοῦ ποδὸς ἐναποκλείσας τῇ ἀγκύλῃhabiendo aprisionado con la corva el extremo del pie en la lucha, Philostr.Im.2.6
•aprisionar, acorralar contra
(ὁ σαργός) αὐτὰς (θηλείας) πέτραις ἐναποκλείειOpp.H.Par.10.33.
2 encerrar en, dentro de c. ac. y dat.
ἥλιον τάφῳ ἐναποκλείει τίς;Leont.Const.Hom.8.150,
κιβωτίοις καὶ τοίχοις ἐ. τὰ περιττὰChrys.M.53.332, c. giro prep.
ἐν οἰκίσκοις σφᾶς αὐτοὺςEus.PE 3.13.23, sólo c. ac., Olymp.in Mete.315.20, Alex.Trall.2.59.23, en v. pas.
τοῦ πνεύματος ἐναποκλεισθέντοςGal.19.297, cf. Philum. en Aët.5.78, Artem.2.2,
τῆς ἐναποκλεισθείσης θερμότητοςAlex.Aphr.Pr.1.53, cf. Aët.5.64,
τὰ πάθη, ταῖς ψυχαῖς ἐναποκλειόμεναProcl.Phil.Chal.3,
ἐναποκέκλεισται τὸ ἐν αὐτοῖς θερμόνref. a órganos corporales, Steph.in Hp.Progn.130.9
•fig.
ὑμῖν ἐναποκλείειν τὴν χάρινencerrar en vosotros la gracia Basil.Ep.227 (p.31).