ἐναντίβιος, -ον
• Prosodia: [-τῐ-]
1 contrario, hostil c. dat.
Πρίηπος ... αἰθυίαις οὔποτ' ἐ.AP 10.8 (Arch.),
ἐ.· ἐναντίαν δύναμιν ἔχωνHsch.
2 neutr. como adv. frente a frente, cara a cara
ἐναντίβιον μαχέσασθαιIl.8.168,
πολεμίξωνIl.10.451, cf. A.R.3.1234,
ἐλθεῖνIl.20.130,
στῆναιIl.21.266, Od.17.439, c. gen.
Ἀχιλῆος ἐναντίβιον πολεμίξεινIl.20.85.
• Etimología: Cf. βία.