< ἐναντιάζομαι
ἐναντίβιος >
ἐναντιαῖος
,
-α, -ον
que es de índole opuesta
,
de naturaleza contraria
νῶτον, στῆθος, ὑποχόνδρια τὰ ἐναντία πέπονθεν, ὅτι ἐναντιαῖα
Hp.
Liqu
.2.