< ἐναμπυκίζω
ἐναναλίσκομαι >
ἐνανακλίνομαι
echarse en
,
descansar en
c. dat., fig. de Dios en el alma humana
διὰ πίστεως τοῦ σοι ἐνανακλίνεσθαι μέλλοντος
Gr.Nyss.
Hom.in Cant
.87.15.