< ἐναμβλύνω
ἐνᾰμείβω >
ἐναμβλυώσσω
• Alolema(s):
át.
-ττω
ser corto de vista
,
tener la vista débil
μηδαμοῦ τοῖς ἔργοῖς τοῦ σκότους ἐναμβλυώττοντες
Gr.Nyss.
Hom.in Cant
.217.17.