< ἐνάμαρτος
ἐναμβλύνω >
ἐναμαυρόω
oscurecer
,
eclipsar
en v. pas.
οὐκ ἐναμαυροῦται τῷ ζόφῳ ὁ ἥλιος
Gr.Nyss.M.46.1149B.