ἐναλλασσομένως


adv. sobre el part. pres. pas. de ἐναλλάσσω gram. por intercambio, intercambiando ἀναγκαίως δευτέρου προσώπου ἐ. παραλαμβανομένου εἰς μετάδοσιν τῆς προστάξεως A.D.Synt.260.15.