< ἐναιμήεις
ἔναιμος >
ἐναιμής
,
-ές
• Morfología:
[gen. sg. no contr. ἐναιμέος]
sangriento
,
sanguinario
Ἄρηος ... ἐναιμέος ἀνδροφόνοιο
Orác. en
SEG
41.1411.3 (Siedra II d.C.).