< ἐμψυχία
ἔμψῡχος >
ἐμψυχοποιέω
dotar de vida
o
de espíritu
τὰς νεφέλας
Sch.rec.Ar.
Nu
.270,
τὸ φῶς
Sch.A.
Pers
.166M., en v. pas.
ἐμψυχοπεποιημέναι αἱ δυνάμεις αὐτῶν (τῶν ἀγαλμάτων)
Heph.Astr.3.7.13, cf.
Epit
.4.82.13.