ἐμφυλλίζω
bot. hacer un injerto c. ac. del injerto o de la planta injertada
στέλεχοςGp.10.37.1,
εἰς τέρμινθον ... πιστάκια ... ἐγκεντρίσας καὶ ἐμφυλλίσαςGp.10.65.2, cf. Ephr.Syr.2.276B,
sinón. de ἐγκεντρίζωEustr.in APo.246.17, Eust.1405.45, en v. pas.
ἡ ῥοιὰ διαφόρως ἐμφυλίζεταιGp.10.37.1.